- προιστάμενοι
- προιστάμενοι , προίστημιset beforepres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προἱστάμενοι — προιστάμενοι , προίστημι set before pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβέρνηση — Το ανώτατο όργανο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας (συμβούλιο υπουργών με πρόεδρο ή πρωθυπουργό). Υπάρχει όμως και μια γενικότερη έννοια, σύμφωνα με την οποία κ. εννοείται η ιδιαίτερη διάταξη που εμφανίζουν οι ανώτατες λειτουργίες μιας πολιτείας … Dictionary of Greek
ορρεοπραιποσιτία — ὁρρεοπραιποσιτία, ἡ (Α) το έργο και το αξίωμα τού προϊσταμένου αποθήκης σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. horreorum praepositi «προϊστάμενοι αποθήκης σιτηρών» < horreum «αποθήκη σιτηρών» + praepositus, μτχ. τού praepono «προΐσταμαι»] … Dictionary of Greek
παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… … Dictionary of Greek
πριμικήριος — ο, ΝΜ πριμικήρης Μ 1. (στο Βυζάντιο) ανώτατος τίτλος αξιωματούχου τού αυτοκρατορικού παλατιού 2. εκκλ. τίτλος τον οποίο έφεραν στη μεν Δύση οι προϊστάμενοι τού κατώτερου κλήρου, στη δε Ανατολή οι αξιωματούχοι τής Εκκλησίας, οι οποίοι συμμετείχαν… … Dictionary of Greek
υδρονομέας — ο, Ν 1. υπάλληλος τής υδρονομικής υπηρεσίας τής αγροφυλακής, ο οποίος επιτηρεί και ελέγχει την κανονική ροή τών αρδευτικών υδάτων και τη διανομή τους και έχει την προστασία τους, καθώς και τη διαφύλαξη τών σχετικών εγγειοβελτιωτικών έργων 2.… … Dictionary of Greek